Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εἰωθότως — in customary wise indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειωθότος — εἰωθότως (Α) (επίρρ) με τον συνηθισμένο τρόπο … Dictionary of Greek